- ὀψωνητικός
- ὀψων-ητικός, ή, όν,A of or for purveying,
τέχνη Ath. 6.228c
, 7.313f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Ath. 6.228c
, 7.313f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψωνητικός — ὀψωνητικός, ή, όν (Α) [οψωνητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών … Dictionary of Greek
ὀψωνητικῇ — ὀψωνητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνητική — ὀψωνητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνητικήν — ὀψωνητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)